- νυχτοήμερα
- επίρρ., νύχτα και μέρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νυχτόημερα — και νυχτοήμερα επίρρ. μέρα νύχτα, νυχθημερόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + ημέρα] … Dictionary of Greek